- αλήτης
- vagabond
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ἀλήτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλήτης — wanderer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλήτης — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Οικιστής της Κορίνθου, αρχηγός των Δωριέων που κατέλαβαν την πόλη από τους Σισυφίδες, και κατά μία παράδοση απόγονος των Φοινίκων μυθικών ηρώων που ονομάζονταν Τιτάνες ή Αλήται. Ήταν γιος του Ιππότη, τρισέγγονου του … Dictionary of Greek
αλήτης — ο θηλ. ισσα αυτός που περιπλανιέται άσκοπα, αυτός που δεν έχει κατοικία και δουλειά: Τον έλεγαν αλήτη, αλλά δεν ήταν, γιατί ζητούσε δουλειά, μα δεν έβρισκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλᾶτα — ἀλήτης wanderer masc voc sg (doric) ἀλήτης wanderer masc nom sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλῆτα — ἀλήτης wanderer masc voc sg ἀλήτης wanderer masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄλητα — Ἀλήτης masc voc sg Ἀλήτης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλητῶν — Ἀλήτης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλήταις — Ἀλήτης masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλήταις — ἀλήτης wanderer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλήτην — Ἀλήτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)